Περσείδες, Αγγελική Σπηλιοπούλου


Ο μόνος ήχος που παλλόταν στο σκοτάδι ήταν οι χωμάτινοι σβώλοι που θρυμματίζονταν κάτω από τις σόλες του. Ήταν οι σκέψεις του που γκρεμίζονταν στην εκούσια σιωπή. Μόνος πορευόταν σε αυτό το μονοπάτι των μαιάνδρων. Αποτραβηγμένος, από καθετί ανθρώπινο, άργαζε την ψυχή του. Όφειλε να συνθλιβεί, να κατακερματίσει το πρωτεύον, να ανασυσταθεί στο έρεβος μιας οδυνηρής αναμέτρησης. 

Στον ουράνιο θόλο δέσποζε μια περίγειος σελήνη. Ήταν τόσο το θάμπος της που θόλωνε τις ρέουσες Περσείδες. Ο ήχος της αστρικής τριβής, αυτή η υπερκόσμια μελωδία, το ταξίδι των αστερισμών, το σύντομο πέρασμά τους, ήρθαν να φωτίσουν την αχλή του ύπαρξη. 

Σήκωσε το βλέμμα,  ανάσανε βαθιά και ήξερε τι τον καλούσε η ζωή να πράξει...



 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις