Αυτοί που ανήκουν στη μέρα, Emma Doude van Troostwijk
Το «Αυτοί που ανήκουν στη μέρα» , το πρώτο μυθιστόρημα της Emma Doude van Troostwijk, εκδόθηκε τον Ιανουάριο του 2024 από τις εκδόσεις Éditions de Minuit και κυκλοφόρησε στη χώρα μας το Νοέμβριο του ίδιου έτους από τις εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση της Στύλβας Πράσσου.
Το μυθιστόρημα περιγράφει μια οικογένεια ιερωμένων όπου οι σχέσεις μεταξύ των γενεών ταλαντεύονται μεταξύ της θρησκευτικής παράδοσης και της ατομικής χειραφέτησης. Αυτό το καθιστά πρόσφορο έδαφος για την αποκάλυψη των εντάσεων μεταξύ μιας κληρονομικής πνευματικότητας –δογματικής, σχεδόν καταπιεστικής– και της επιθυμίας να διαρραγεί που ενσαρκώνεται από χαρακτήρες όπως ο Nίκολας, ο οποίος διστάζει να ασπαστεί την οικογενειακή κλίση προς την ιεροσύνη. Δεν είναι απλώς μια αναζήτηση προσωπικής ταυτότητας, αλλά μια αμφισβήτηση της ιδεολογικής αναπαραγωγής των οικογενειακών και θρησκευτικών δομών στην ύστερη νεωτερικότητα.
Μέσα από τις εντάσεις μεταξύ της οικογενειακής μνήμης, των ποιμαντικών ευθυνών και της αναζήτησης ταυτότητας, η Emma Doude van Troostwijk διερευνά τον τρόπο με τον οποίο οι πεποιθήσεις δομούν την οικογενειακή και κοινωνική ζωή των χαρακτήρων.
Κάθε πρόταση, συχνά κομμένη, απογυμνωμένη από το περιττό, φαίνεται να αρνείται κάθε γραμμικότητα. Αυτή η άρνηση της παραδοσιακής αφήγησης μπορεί να φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, ένας τρόπος αποφυγής της αφηγηματικής πολυπλοκότητας, αλλά στην πραγματικότητα είναι μια προσπάθεια προσέγγισης αυτού που η Βιρτζίνια Γουλφ ονόμασε «οι στιγμές της ύπαρξης»: εκείνες οι στιγμές που η ζωή φαίνεται και ανασταλτική και έντονα αληθινή.
Εντός αυτής της θραυσματικής αφήγησης καθίσταται διαυγής η ψευδαίσθηση ότι η λογοτεχνική αναπαράσταση της μνήμης και της πίστης με ύφος ποιητικό δεν αρκεί ώστε να ξεπεράστουν οι κοινωνικο-πολιτιστικές δομές που αποτελούν τη βάση της οικογενειακής ζωής.
Ωστόσο, μακριά από το να είναι απλώς ένα ενδοσκοπικό ή στοχαστικό κείμενο, το Αυτοί που Ανήκουν στη μέρα μπορεί να διαβαστεί ως μια ακούσια εξερεύνηση των αντιφάσεων που ενυπάρχουν σε έναν πατριαρχικό θεσμό: την οικογένεια.
Ο κατακερματισμός των κεφαλαίων, συχνά σύντομος και υποβλητικός, δίνει στην ιστορία μια ονειρική και ευαίσθητη διάσταση. Σε ένα σημείο, μια ματιά που ανταλλάσσεται μεταξύ πατέρα και γιου. Σε ένα άλλο, ένας μικροσκοπικός δισταγμός στη φωνή του Νίκολας απέναντι στην ποιμαντική του αποστολή. Αυτά τα θραύσματα της ανθρώπινης συμπεριφοράς συνενούνται και επικοινωνούνται έμμεσα με μια αυθεντικότητα και ευαισθησία που πηγάζει από τη δύναμη του βλέμματος ή το δισταγμό στη φωνή αντίστοιχα.
Ωστόσο, ο κατακερματισμός δεν εξυπηρετεί πάντα το συναίσθημα. Αν μας επιτρέπει να συλλάβουμε την παροδικότητα της μνήμης και τη διάβρωση της πίστης, μπορεί επίσης να δώσει την εντύπωση ενός σύμπαντος που είναι παροδικό, σχεδόν αφηρημένο. Αυτό που λείπει μερικές φορές είναι μια πιο δυναμική αφηγηματική σταθερά, ένα είδος κοινού νήματος που θα ένωνε αυτά τα διάσπαρτα κομμάτια και θα τους έδινε μεγαλύτερη συνοχή και ένταση.
Το αποσπασματικό ύφος, αν και υποβλητικό, μπορεί να αποξενώσει τους αναγνώστες που αναζητούν την αφηγηματική συνοχή, ενώ άλλοι ενδεχομένως να συγκινήθουν από την ακρίβεια των συναισθημάτων που εκφράζονται και την ανάκληση απλών αλλά σημαντικών στιγμών της ζωής. Αν και ποιητικός, ο ρυθμός της ιστορίας μπορεί να φαίνεται πολύ αργός ή ενδοσκοπικός για τους αναγνώστες που είναι συνηθισμένοι σε πιο δυναμικές πλοκές.
Η επιλογή, λοιπόν, της κατακερματισμένης αφήγησης, με τις ελλείψεις και τις σιωπές της, αντανακλά πολλά περισσότερα από μια ποιητική αισθητική. Μαρτυρεί μια ευρύτερη παθογένεια, εκείνη μιας εποχής όπου η αφηγηματική συνοχή –αυτή της θρησκείας, της συλλογικής μνήμης ή ακόμα και της Ιστορίας– καταρρέει μπροστά στην άνοδο των κατακερματισμένων υποκειμενικοτήτων. Η δομή του μυθιστορήματος αναπαράγει έτσι, ίσως ασυνείδητα, μια κριτική της αδυναμίας διατήρησης της συνέχειας σε έναν κόσμο που χαρακτηρίζεται από τη διάλυση των μετα-αφηγήσεων.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου