Το ακουστικό κέρας, Λεονόρα Κάρινγκτον
Πρωταγωνίστρια της ιστορίας μας είναι μια γυναίκα της τρίτης ηλικίας, η Μάριαν Λέδερμπι. Φιλοξενείται στο σπίτι του γιου της Γκάλαχαντ, όπου συμβιώνει με την πολυμελή οικογένεια του.
Η καθημερινότητα της ενενηνταδυάχρονης Μάριαν είναι γεμάτη από την συντροφιά των γατιών της και μιας κόκκινης κότας. Τον περισσότερο χρόνο της τον περνά στην πίσω αυλή του σπιτιού. Λόγω ηλικίας έχει χάσει τα δόντια της και σε μεγάλο βαθμό την ακοή της. Κανένα από τα δύο όμως δεν αποτελεί τροχοπέδη στην διάθεσή της να ονειρεύεται νέες περιπέτειες. Θέλει να αποδράσει από την στάσιμη ζωή της και να ταξιδέψει στη Λαπωνία αφού πρώτα επισκεφτεί την εκατόν δέκα ετών μητέρα της στο Λονδίνο.
Φωτεινή αχτίδα στην πλήξη της οι επισκέψεις στο σπίτι της φίλης της Καρμέλα, μιας γυναίκας με ιδιότυπη προσωπικότητα, που επιλέγει ονόματα από τηλεφωνικούς καταλόγους, πλάθει γύρω τους έναν άνθρωπο και στέλνει γράμματα χωρίς να λαμβάνει ποτέ απάντηση. Δεν νιώθει ποτέ απόρριψη και συνεχίζει απτόητη να δημιουργεί τους φανταστικούς αποδεκτές των επιστολών της.
Μια επίσκεψη της στην αγορά θα την πλημμυρίσει χαρά καθώς βρήκε το ιδανικό δώρο για τη φίλη της Μάριαν : ένα ακουστικό κέρας. Τώρα η Μάριαν θα μπορέσει να ακούσει όσα λένε οι δικοί της καθώς τόσο καιρό ήταν βυθισμένη στη σιωπή. Μια νέα πραγματικότητα της αποκαλύπτεται. Ο μικρός εγγονός της Ρόμπερτ, η νύφη της Μιούριελ και ο γιος της, κανονίζουν να την μεταφέρουν σε έναν οίκο ευγηρίας.
Η Μάριαν θλίβεται γιατί θα αποχωριστεί την φίλη της Καρμέλα, τις γάτες και την κότα της. Στεναχωριέται που το όνειρο της να δει την Λαπωνία χάνεται μαζί με την ελπίδα να ζήσει μια περιπέτεια. Είναι όμως όντως τα πράγματα έτσι ή θα επιβεβαιωθεί το αναπάντεχο της ζωής;
Κάτω από το παιγνιώδες βλέμμα της ηγούμενης στον πίνακα που δεσπόζει στην αίθουσα της τραπεζαρίας του γηροκομείου, ένας νέος κόσμος αναδύεται και η Μάριαν ξεκινά να τον ανακαλύπτει.
Η Λεονόρα Κάρινγκτον είναι γνωστή Μεξικανή ζωγράφος που εκφράζει το ρεύμα του σουρεαλισμού.
Την ανακάλυψα διαβάζοντας τη συλλογή διηγήματων "Πουτάνες φόνισσες" του Ρομπέρτο Μπολάνιο.
Στη γραφή της, επίσης, συναντάμε το στοιχείο του σουρεαλισμού.
Αποκρυφισμός και δυστοπία εξυπηρετούν στην δόμηση μιας ευφάνταστης περιπέτειας όπου μια ομάδα υπερήλικων γυναικών επαναστατούν εναντια στην καταπίεση των ιδιοκτητών του ιδρυματος, αντιμετωπίζουν μυστήρια, έχουν μεταφυσικές εμπειρίες, καταλύουν θρησκείες, διερευνούν τους νόμους της φυσικής, αναζητούν το Άγιο Δισκοπότηρο.
"Παράξενο πώς γίνεται η Βίβλος να καταλήγει πάντα μες στη δυστυχία και τους κατακλυσμούς. Συχνά αναρωτιέμαι πώς ο θυμωμένος και μοχθηρός Θεός τους έγινε τόσο δημοφιλής. Είναι πολύ παράξενη η ανθρωπότητα' δεν παριστάνω ότι καταλαβαίνω κάτι, ωστόσο γιατί να λατρεύεται κάτι που σου στέλνει μόνο πληγές και διωγμούς; Και γιατί κατηγορήθηκε η Εύα για όλα τα δεινά;"
Μια επιστροφή στο αρχέγονο, τη λειτουργία της κυψέλης, που θυμίζει μύθους γυναικείας απελευθέρωσης και αφύπνισης που διάβασα στο "Γυναίκες που τρέχουν με τους λύκους" της Clarissa Estès.
Αναδεικνύονται θέματα όπως η ομαδικότητα, η μητρότητα, ο φεμινισμός, ο ρατσισμός της τρίτης ηλικίας, η δομή και η κατάρρευση του κόσμου όπως τον ξέρουμε, η δυνατότητα του νου να δημιουργήσει ένα σύμπαν διαφορετικό, ένα καταφύγιο σε έναν κόσμο φανταστικό.
"Ο χρόνος όπως όλοι ξέρουμε, περνάει. Το αν επιστρέφει ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, είναι κάτι αβέβαιο. ...ένα ροζ και ένα γαλάζιο σύμπαν διασταυρώνονται σε σωματίδια όπως δυο σμήνη μελισσών και όταν ένα ζεύγος μέλισσες διαφορετικού χρώματος πετύχει η μία την άλλη, συμβαίνουν θαύματα."
Αναδεικνύονται θέματα όπως η ομαδικότητα, η μητρότητα, ο φεμινισμός, ο ρατσισμός της τρίτης ηλικίας, η δομή και η κατάρρευση του κόσμου όπως τον ξέρουμε, η δυνατότητα του νου να δημιουργήσει ένα σύμπαν διαφορετικό, ένα καταφύγιο σε έναν κόσμο φανταστικό.
"Αδυνατώ να καταλάβω πώς εκατομμύρια εκατομμυρίων ανθρώπων υπακούουν μία νοσηρή παρέα κυρίων που αυτοαποκαλούνται "κυβέρνηση". Η λέξη και μόνο φαίνεται ότι τρομάζει τον κόσμο. Είναι ένα είδος παγκόσμιας ύπνωσης και μάλιστα πολύ ανθυγιεινής."
Μετάφραση: Μαρία Φακίνου
Επίλογος: Όλγκα Τοκάρτσουκ
Επίλογος: Όλγκα Τοκάρτσουκ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου