Υπέροχη Αγαπημένη μου, Marieke Lucas Rijneveld
Στις πεδιάδες της Ολλανδίας σε ένα αραιοκατοικημένο χωριό, ο κτηνοτρόφος της περιοχής φροντίζει τα ζώα στις μονάδες εκτροφής και παραγωγής κτηνοτροφικών προϊόντων. Σε ένα από τα αγροκτήματα που επισκέπτεται για χρόνια, παρατηρεί την μικρή κόρη του κτηνοτρόφου να μεγαλώνει, να κινείται μέσα στο χώρο. Αφήνεται να παρασυρθεί στον κόσμο της. Στο σύμπαν ενός παιδιού που θέλει σαν πουλί να αιωρηθεί πάνω από αυτόν τον κόσμο.
Ένα κορίτσι που πενθεί, που βρίσκει διέξοδο σε έναν κόσμο φανταστικό, γεμάτο στίχους τραγουδιών και πλασματικούς συνομιλητές. Ένα κορίτσι που θέλει να αποδράσει, να πετάξει μακριά, να ξεφύγει από την μοναξιά της. Ένα κορίτσι που αναζητά την σεξουαλική του ταυτότητα, που νιώθει και εκεί ανολοκλήρωτη.
Ένας άντρας που παραμένει προσκολλημένος σε όσα στερήθηκε συναισθηματικά στα άγουρα χρόνια της εφηβείας του. Αυτό το κενό που γίνεται εμμονή. Αυτή η μοναξιά που δεν μπόρεσε να καλύψει η σύζυγος και οι γιοί του. Αυτή η στρεβλή εικόνα του έρωτα που παραμορφώνει κάθε στοιχείο λογικής.
Παραδίδεται στη δίνη ενός πόθου βασανιστικά ατελέσφορου, καταδικασμένου εν τη γενέσει του.
Δύο άνθρωποι βαθιά τραυματισμένοι, αυτός κοντά στα πενήντα, αυτή μόλις δεκατεσσάρων, θα παρασυρθούν από την ανάγκη τους να βρουν αυτό που νιώθουν ότι τους λείπει.
Όπως αναφέρεται και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, η επιρροή από τη Λολίτα του Ναμπόκοφ είναι ο λόγος που γράφτηκε το συγκεκριμένο μυθιστόρημα. Ο συγγραφέας μας παραδίδει την δική του εκδοχή ενός έρωτα απαγορευμένου. Διαπραγματεύεται εκ νέου τις αιτίες που δυνητικά προκαλούν τη σεξουαλική εμμονή ενός ενήλικα με ένα παιδί,τη διαστροφική πλευρά του έρωτα. Σε αντίθεση με τον πλατωνικό έρωτα που βιώνει ο Γκούσταβ Άσενμπαχ και περιγράφει ο Τόμας Μαν στο "Θάνατος στη Βενετία", η εμμονή εδώ αποζητά την σαρκική επαφή, την ερωτική ολοκλήρωση.
Χρησιμοποιεί δόλιους τρόπους χειραγώγησης για να ικανοποιήσει την ορμή του, τον πόθο του. Ένα ψυχικό τραύμα που αναπαράγεται δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο θυτών/ θυμάτων που εναλλάσσονται σε αυτούς τους ρόλους.
Κυρίως όμως νιώθω ότι ο συγγραφέας θέλησε να κοινωνήσει την αντίληψη και σχέση ενός κοριτσιού με το σώμα του, τη διαφορετικότητά της, τον εύθραυστο, εύπλαστο ψυχισμό της και πως κάποιος εκμεταλλεύτηκε την αδυναμία της, την απειρία της, την εμμονή της, για να εκπληρώσει τη δική του.
Πρωταγωνιστής της αφήγησης είναι η φωνή του κακού, μια σπαραχτική ομολογία ενός ανθρώπου που έχει πλήρη επίγνωση, που ξέρει ότι θα καταστρέψει αυτό που αγαπά, μα η διαστροφή του είναι μεγαλύτερη από αυτό που μεταμφιέζει ως αγάπη.
Σ' έναν ερεβώδη, τρομακτικό κόσμο αντιθετικών συναισθημάτων, η λυρική γλώσσα του συγγραφέα πλάθει μια ερωτική διαδρομή στα σκοτεινά μονοπάτια του πόθου ακροβατώντας μεταξύ αισθησιασμού και φρίκης.
"...ήσουν ένα αγρίμι και εγώ ήθελα να σε δαμάσω, μ' εσένα ζωντάνεψε ξανά μέσα μου ο δεκατετράχρονος εαυτός μου, αυτός που ήμουν τότε, ορμητικά χτυπιόταν να ξεφύγει από τα κόκκαλα μου, να βγει στο φως, ήταν λες και περνούσα ξανά την εφηβεία, μαζί σου ήθελα να τα ανακαλύψω όλα, δεν ήθελα να σε πονέσω, πανέμορφε Putto μου, αλλά έχασα τον έλεγχο,...".
Μετάφραση:
Άγγελος Αγγελίδης
Μαρία Αγγελίδου
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου