Πάρανταϊς, Fernanda Melchor


 

Στην κριτική του στους NYTimes ο Justin Torres αναφέρει την πιο γνωστή φράση από τον "Χαμένο παράδεισο" του Μίλτον: "είναι καλύτερα να βασιλεύει κανείς  στην κόλαση παρά να υπηρετεί στον παράδεισο".

Στον Παράδεισο της Melchor, ανάμεσα στις πολυτελείς κατοικίες έρπει ο πειρασμός.
Ο Πόλο, έχοντας αποβληθεί λόγω απουσιών από το σχολείο, εργάζεται στο οικιστικό συγκρότημα Πάρανταϊς καθαρίζοντας τους εξωτερικούς χώρους.

"Ήταν το αγόρι, όπως τον αποκαλούσαν οι ένοικοι, ναι, αυτό ήταν. Ο κουρευτής του γρασιδιού, ο κλαδευτής των δέντρων, ο καθαριστής των ξένων αυτοκινήτων, το χαζό που ερχόταν τρέχοντας όταν του σφύριζαν οι μαλάκες: το σκυλάκι τους. Πώς είχε πέσει τόσο χαμηλά στη ζωή του; αναρωτιόταν, αλλά απάντηση δεν είχε."

Ο Φράνκο Ανδράδε ζει μαζί με τους γονείς του πατέρα του στο συγκρότημα.  Έχει, κι αυτός, αποβληθεί από το σχολείο. Ο παππούς και η γιαγιά του σκοπεύουν να τον βάλουν σε στρατιωτική ακαδημία "που υποσχόταν ότι,  σ' έξι μήνες το πολύ, θα τον έκανε άνθρωπο τον χοντρέλα."


Δύο έφηβοι, εκπρόσωποι διαφορετικών κοινωνικών τάξεων. Τους χωρίζουν η τάξη και το χρώμα του δέρματος. 
Ο Πόλο έρχεται από  φτωχική οικογένεια,  ο Φράνκο παρουσιάζεται ως ένα κακομαθημένο πλουσιόπαιδο.
Τους ενώνουν η αντίδραση λόγω της απόρριψης που νιώθουν από τις οικογένειές τους, η επαναστατική ορμή της εφηβείας,  η ροπή προς τη βία, ο μισογυνισμός, η μοναξιά, η περιθωριοποίηση, η κακοποίηση. Βρίσκουν διέξοδο στο αλκοόλ.
Τέλη Μαΐου, στο νούμερο 7, εγκαταστάθηκαν οι Μαρόνιο, μια τετραμελής οικογένεια. Ο Φράνκο ερωτεύεται εμμονικά την άκρως θελκτική κα Μαριάν Μαρόνιο. Ζει και αναπνέει για να βρίσκεται κοντά της. Φαντασιώνεται  ερωτικές συνευρέσεις τους. Την θέλει παράφορα, βίαια,  όπως έχει γνωρίσει το σεξ από ερωτικές ταινίες. Ένα πάθος που τον κατακλύζει, τον κυριεύει.

"Ο χοντρός ήταν τελείως τρελαμένος για πάρτη της, το 'βλεπε ο Πόλο πως βδομάδες τώρα ο τύπος δεν μιλούσε για τίποτα άλλο παρά μόνο για το πώς θα τη γαμήσει, πώς θα την κάνει δική του, ο κόσμος να χαλάσει' το ίδιο τροπάρι ξανά και ξανά σαν χαλασμένος δίσκος, με βλέμμα κενό και μάτια κόκκινα από το ποτό, και με δάχτυλα λιγδιασμένα από τα γαριδάκια..."

Ο Πόλο φαντασιώνεται την φυγή. Θέλει να δραπετεύσει μακριά από το Πάρανταϊς, μακριά από την μητέρα και την φιλοξενούμενη ξαδέρφη του. Αναζητά τον μόνο άνθρωπο που νιώθει δικό του. Τον Μίλτον (έμμεση αναφορά στον ποιητή) που έχει εξαφανιστεί. Αυτόν που θεωρεί σανίδα σωτηρίας από τη μίζερη ζωή του.

"Σε αυτήν τη ζωή όλα τα κερδίζεις με την αξία σου, ρε κωλόπαιδο, με μόχθο και αγώνα, όχι σουφρώνοντας τη μύτη σου μόλις κάτι δεν σ' αρέσει. Ή μήπως φταίω εγώ που σε διώξανε απ' το σχολείο; Είχες τις ευκαιρίες να σπουδάσεις, Πόλο, περισσότερες ευκαιρίες απ' ό τι είχα εγώ ή ο καημένος ο παππούς σου, Θεός σχωρέσ'τον, και τις πέταξες, ρε κωλόπαιδο, τις πέταξες γιατί είσαι σκατόμυαλος και μαλάκας, σειρά σου λοιπόν τώρα να γαμηθείς, το ίδιο γνωστό τροπάρι, τον ίδιο εξάψαλμο του έριχνε η μητέρα του κάθε πρωί, είτε παραπονιόταν για τη δουλειά είτε όχι..."

Πόλο και Φράνκο ενώνουν την απόγνωσή τους, υπερβαίνουν κάθε όριο,  παραδίδονται καθείς στο πάθος του, αντλώντας θάρρος ο ένας από τον άλλο.
Παύουν να υπηρετούν στον Παράδεισο φτιάχνοντας μια Κόλαση για να βασιλεύσουν.

Βίαιο, σκοτεινό, αποκρουστικό.
Η Melchor, για μια ακόμα φορά, προσπαθεί να κατανοήσει την ανθρώπινη ροπή προς τη βία. Το κακό που υπάρχει μέσα μας, τις αιτίες αφύπνισης και ενεργοποίησής του, τις συνθήκες εκκόλαψής του, τις αντοχές ή την αδυναμία μας να αντισταθούμε.

Μετάφραση: Αγγελική Βασιλάκου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις