Μια συζήτηση με τον Μιχάλη Αλμπάτη




Το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό γνώρισε τον Μιχάλη Αλμπάτη μέσα από το μυθιστόρημά του "Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους" από τις εκδόσεις Νήσος.
Σε προηγούμενες συνεντεύξεις του έχει μιλήσει για τα παιδικά του χρόνια, τις σπουδές, τη συγγραφική του πορεία, την έμπνευση του για το νέο του βιβλίο.
Αρχικά θα παραθέσω λίγα λόγια για την ιστορία του μικρού Φανούρη σε ένα ορεινό χωριό της ορεινής Κρήτης γύρω στο 1950.

Ο μικρός Φανούρης, ορφανός από πατέρα, έχει επωμιστεί το ρόλο του άντρα στην οικογένεια δουλεύοντας και στηρίζοντας οικονομικά τη μητέρα και την αδερφή του.
Όταν ο θείος του πεθαίνει, ο Φανούρης ανακαλύπτει μια ικανότητα του.  Καθώς πλησιάζει τον νεκρό ακούει τη φωνή του,  μια φωνή που αναδύεται από ένα στόμα ακίνητο, από ένα σώμα άκαμπτο.
Συνομιλεί με τον θανόντα, τρομαγμένος και ξαφνιασμένος το εξομολογείται στους οικείους του, οι οποίοι τον απομακρύνουν από το χώρο. Η δυσπιστία τους υποχωρεί όταν αυτή η επικοινωνία επαναλαμβάνεται στην επόμενη κηδεία.
Τότε επεμβαίνει ο θείος Σήφης. Αντιλαμβάνεται ότι το χάρισμα αυτό του ανιψιού του μπορεί να αποφέρει κέρδος. Έτσι εκμισθώνει τις υπηρεσίες του Φανούρη σε συγγενείς και οικείους θανόντων που επιθυμούν να συνομιλήσουν με τον νεκρό τους.


Όταν είχα διαβάσει το βιβλίο, στο κείμενο που είχα γράψει με τις σκέψεις μου, είχα διατυπώσει κάποια ερωτήματα τα οποία ο συγγραφέας συμφώνησε να απαντήσει.


 


◾️ Τι ορίζουμε ως ζωή; Ποια είναι η ουσία της; Είναι όντως ζωντανός αυτός που ζει βάσει όσων άλλοι όρισαν για αυτόν, κάνοντας επιλογές σύμφωνες και εναρμονισμένες με προσδοκίες και επιταγές τρίτων;

 Οι νεκροί στο βιβλίο μου, χάρη στον Φανούρη, παύουν να είναι άβουλοι, σιωπηλοί, αμέτοχοι, απόντες· αποκτούν φωνή και μιλάνε όπως δεν είχαν ποτέ όταν ήταν ζωντανοί μιλήσει. Είναι ελεύθεροι και ειλικρινείς, και αυτές οι δυο αρετές, η ελευθερία και η αλήθεια είναι που τους ξεχωρίζουν από τους ζωντανούς που είναι αναγκασμένοι, για να επιβιώσουν, να σιωπούν, να υποκρίνονται, να ψεύδονται και να μην πράττουν όπως ποθούν. Οι νεκροί, στο βιβλίο, μας καλούν, μέσα απ’ το στόμα του Φανούρη, να προσπαθήσουμε να ζήσουμε με όσο το δυνατόν πιότερη ελευθερία και αλήθεια - πράγμα διόλου εύκολο - για να μην περάσουμε όλη τη ζωή μας σαν πεθαμένοι.
 

◾️Σε αυτό το ταξίδι των σπονδυλωτών αφηγήσεων ακούμε φωνές ανθρώπων που πέρασαν στην άλλη πλευρά, κάθε αφήγηση και ένας απολογισμός. Για πρωταγωνιστή επέλεξες ένα δεκαπεντάχρονο αγόρι. Θεωρείς καταλυτικό στοιχείο την παιδικότητα του, την απουσία φίλτρων που μπαίνουν με τις εμπειρίες, στον ρόλο του ως διάμεσο;

 Δεν μπορούσα να φανταστώ τον ήρωά μου παρά έφηβο, ούτε παιδί ούτε άνδρα, αγνός ακόμα, απονήρευτος, αυθεντικός, ειδάλλως δεν θα ήταν ικανός τον ρόλο του ενδιάμεσου να παίξει. Το χάρισμά του στα χέρια κάποιου άλλου θα αποτελούσε ύβρη. Για εκείνον είναι αδύνατον να παραλλάξει τα λόγια των νεκρών, όπως του ζητά ο θείος του να κάνει. Θα ήταν σαν να τους πρόδιδε με τον χειρότερο τρόπο, σαν να πρόδιδε την αλήθεια τους, που είναι και το μόνο πράγμα που τους έχει απομείνει.


 ◾️Ο Φανούρης σχοινοβατεί ανάμεσα σε δύο κόσμους, γίνεται δίαυλος μεταξύ νεκρών και ζωντανών, και όπως κάθε αγωγός απορροφά τις δονήσεις, τα συναισθήματα και την ενέργεια αμφότερων πλευρών.
Πόσο πιστεύεις αυτή η εμπειρία θα καθορίσει το Φανούρη στην ενήλικη ζωή του;

Ο Φανούρης αναγκάζεται να μεγαλώσει απότομα. Βιαζόταν να ενηλικιωθεί, να μην είναι πια παιδί, για να ανακαλύψει πως ο κόσμος των ενηλίκων είναι ένας κόσμος σκληρότητας και αδικίας. Οι περιπέτειες που ζει κατά την περιπλάνησή του όσο και τα φοβερά μυστικά που του αποκαλύπτουν οι νεκροί, φορτώνουν στις νεανικές πλάτες του ένα βάρος που αδυνατεί να σηκώσει. Μετά απ’ όλα αυτά, ενήλικας πια, δεν θα μπορούσε παρά να κουβαλάει μαζί του μια πιο βαθιά κατανόηση για τη ζωή, και μαζί με αυτήν μια πιο βαθιά θλίψη.


 ◾️Το βιβλίο σου είναι υποψήφιο στην κατηγορία Μυθιστόρημα στα Βραβεία Αναγνώστη. Ποιες οι σκέψεις σου για αυτή την υποψηφιότητα; Νιώθεις ότι δικαιώθηκε μια δουλειά που απορρίφθηκε από τους περισσότερους εκδοτικούς;

Είναι τρομερά ψυχοφθόρο να νιώθεις ότι έχεις γράψει κάτι αρκετά καλό και να παραμένει κλεισμένο στο συρτάρι σου για περισσότερο από πέντε χρόνια. Σίγουρα η υποψηφιότητα για κάποιο βραβείο αποτελεί δικαίωση, αλλά η πραγματική δικαίωση έρχεται από τις χιλιάδες των ανθρώπων που βυθίζονται στις σελίδες του βιβλίου σου, που παθιάζονται με αυτό, που νιώθουν την ανάγκη να σου στείλουν ένα μήνυμα για να σου πουν πόσο απόλαυσαν την ανάγνωσή του!


 ◾️Στη συγγραφή του επόμενου μυθιστορήματος προσμετράς την αποδοχή, τις κριτικές, τις προσδοκίες που έχουν δημιουργηθεί;

Σίγουρα μετά από μια «επιτυχία» υπάρχει αγωνία για το πώς θα υποδεχτούν την καινούρια σου δουλειά το κοινό και οι κριτικοί. Πάντως δεν θα ήθελα να παγιδευτώ σε μια μανιέρα, να επαναλαμβάνομαι σε κάθε μου έργο επιδιώκοντας να αποκτήσω ένα σταθερό κοινό στο οποίο θα προσφέρω, σαν με συνταγή, το ίδιο βιβλίο, ελαφρά παραλλαγμένο. Επιδιώκω κάθε μου έργο να είναι κι ένας πειραματισμός, σε σχέση με το θέμα όσο και την οπτική, και αναζητώ κάτι καινούριο κάθε φορά να πω, κάτι διαφορετικό.


 ◾️Και φυσικά θα κάνω την κλισέ ερώτηση. Ποιοι οι αγαπημένοι σου μυθιστορηματικοί ήρωες και ποια βιβλία είναι αυτά που σε επηρέασαν ως άνθρωπο;

Είναι πολλά τα μυθιστορήματα που αγαπώ και οι ήρωες που με έχουν εμπνεύσει, αλλά θα μιλήσω μόνο για ένα απ’ αυτά γιατί συναντήθηκα μαζί του στην κρίσιμη ηλικία των δεκαεπτά χρόνων και νομίζω ότι καθόρισε τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνομαι τη λογοτεχνία. Ήταν ο «Τροπικός του Καρκίνου» του Χένρυ Μίλλερ. Ο Μίλλερ στα περισσότερα απ’ τα βιβλία του έγραφε για την ίδια του τη ζωή, ήταν ο ίδιος ο ήρωάς του. Σε αυτό το βιβλίο περιγράφει τη ζωή του στο Παρίσι, όπου περιπλανιέται άφραγκος, μόνος, για να βρει την ελευθερία που τόσο αναζητούσε και μαζί με αυτή και την έμπνευση που τόσο είχε ανάγκη. Είναι ένας ήρωας που με μόνο όπλο το ταλέντο του επινόησε απ’ τη αρχή τον εαυτό του. Μέσα απ’ αυτό το βιβλίο κατάλαβα πως δεν υπάρχει απαγορευμένο θέμα· τα πάντα μπορούν να ειπωθούν αρκεί να ανακαλύψεις το κατάλληλο ύφος, τις σωστές λέξεις για να τα πεις.


 ◾️Υπάρχει κάτι που, κατά τη γνώμη σου, λείπει από τη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία;

 Νομίζω ότι γράφονται πολύ καλά βιβλία στην Ελλάδα, ικανά να εκφράσουν τον τόπο και την εποχή. Αυτό που είναι πιο σπάνιο, όχι μόνο στην ελληνική λογοτεχνία αλλά γενικότερα, είναι έργα που να καταφέρνουν να ξεπεράσουν το εδώ και το τώρα, να αποκτήσουν έναν χαρακτήρα διαχρονικό και πανανθρώπινο, να απευθυνθούν στο πιο βαθύ πυρήνα του ανθρώπου.


Μιχάλη μου σ' ευχαριστώ πολύ! Εύχομαι πάντα επιτυχίες!

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις