Ουρανός απ’ άλλους τόπους, Σωτήρης Δημητρίου

 


Η μπάμπω Αλέξω έχει συμπληρώσει τα εκατό χρόνια ζωής πια. Ένας ολόκληρος αιώνας ξεδιπλώνεται μέσα από τις αφηγήσεις της. Γεννήθηκε και έζησε στον Τσαμαντά, ένα χωριό κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα.

Η διαδρομή της στον κόσμο εκείνο αντικατοπτρίζει την πορεία της χώρας της. Πόλεμοι, αρρώστιες, λιμοί που στοίχισαν ανθρώπινες ζωές και σκόρπισαν πόνο. Τα χωριά ερήμωσαν όχι μόνο από το θάνατο μα και από όσους μετανάστευσαν αναζητώντας, αν όχι ένα καλύτερο μέλλον, σίγουρα, την επιβίωση. Χρόνια δύσκολα που μέσα σε αντίξοες συνθήκες πάλευαν οι άνθρωποι ενάντια στον καιρό, στην άγνοια, στις δεισιδαιμονίες. Δύναμη αντλούσαν από την πίστη τους στο Θεό και στη ζωή, στο πεπρωμένο, στο αναπόδραστο, αφημένοι στο θέλημά Του. Ανακούφιση έβρισκαν στα χέρια εκείνων με συμπόνια.

"Μαζεύονται οι τρεις μοίρες άντα γεννιέται ο άνθρωπος,κάθονται δίπλα, λέει η μία, λέει η άλλη και σε τρεις μέρες αποφασίζουν. Ό,τι έγραψε το τρίμερο εκείνο θα περάσει ο γέννος. 'Μονολογιούνται αυτά, 'μονολογιούνται. Για ταύτο άντα γεννιέται το παιδί, του εύκεσαι καλομοίρικο. Καλόμοιρο, καλοήμερο και καλοβαφτισμένο."

Τέτοιος άνθρωπος ήταν και η μάνα της Αλέξως. Μια γυναίκα προκομμένη, νοικοκυρά. Ζούσε όλη την οικογένεια με το τίποτα.

Ο πατέρας της για 40 χρόνια ήταν πρόεδρος του χωριού. Από το σπίτι τους περνούσαν ξένοι από τους γύρω τόπους. Όλους τους τράταρε η μάνα.

Το νοικοκυριό, τα χωράφια, τα ζωντανά, όλα από τα χέρια της περνούσαν. Έξι κόρες γέννησε και μοιράστηκαν τη μοίρα της. Ώρες ατελείωτες μέσα στα χιόνια, κάτω από τον καυτό ήλιο, πότε στ' αμπέλια, πότε στη βοσκή, πότε στο μύλο. Αυτή ήταν η καθημερινότητά τους, οι μέρες, τους η ζωή τους ολάκερη. Ταγμένες να γεννούν, να σκάβουν τη γη, να φροντίζουν τα κοπάδια, να κουβαλούν ξύλα, να μεγαλώνουν τα παιδιά, να μεριμνούν για τους ανήμπορους, και, πάνω από όλους και όλα, να 'χουν τον κύρη τους.

"Ήτανε το σπίτι μας μοναστήρι. Και το γάλα και το τυρί και το βούτυρο και το κριάσι και τα ζαβατικά και το κρασί και το μέλι και το στάρι. Είχαμαν τον αχλά. Από τον πλάτη μας πέραγαν όλα. Βαστάγαμαν το σπίτι με την γρεντά που λένε. Το 'χε πιάκουνε για γεράματα από τα σαράντα οι γονέοι. Έδιναν στις κοπέλες από έναν κλίτσιο να γαλατερίζονται τα πρόβατα, να τρων αυτοί τον διάολο."

Ένας αιώνας με κακουχίες μα και χαρές. Στάθηκε τυχερή η Αλέξω. Ο δικός της άντρας την αγάπησε πολύ. Είχε καλή ζωή μαζί του. Τώρα με τη σοφία των εμπειριών μιας εκατονταετίας αναπολεί τα περασμένα. Κάθε της αφήγηση και μία ψηφίδα στο μωσαϊκό της ζωής των ανθρώπων στα χωριά της Ηπείρου. Κάθε ιστορία, κάθε πρόσωπο, στημόνια και υφάδια στον αργαλειό της διήγησής της. Περίτεχνο το υφαντό της.

Ο Σωτήρης Δημητρίου με δίαυλο μία υπέργηρη γυναίκα εξιστορεί τη ζωή στην ύπαιθρο εστιάζοντας στην προσφορά και τη θέση της γυναίκας στην ελληνική οικογένεια τον προηγούμενο αιώνα. Στο παρασκήνιο, η πολιτική και οικονομική κατάσταση της χώρας. Δύστροπα χρόνια, δύσβατες συνθήκες, ουρανοί απ' άλλους τόπους αναδύονται από τις αναμνήσεις της Αλέξως. Γλυκόπικρο το συναίσθημα. Συγκινητικές στιγμές να εναλλάσσονται με τη σκληρή πραγματικότητα και να ξορκίζονται με το χιούμορ ενός ανθρώπου που τώρα πια καρτερεί μόνο το θάνατο.

Στο τέλος της ζωής της φέρνει τη σύγκριση με τις συνθήκες στη σύγχρονη κοινωνία, τις αλλαγές που προέκυψαν από τον αστικό τρόπο ζωής.

"Τώρα βλέπω που τις έχουν οι γονέοι τις κοπέλες ρόδα στο μαντίλι και μου χαίρεται η καρδιά. Ό,τι είναι ' παιδί είναι, κοπέλα είναι, είναι ζωή στον απάνω κόσμο. "

Επισημαίνει τον αποκλεισμό και την περιθωριοποίηση της τρίτης ηλικίας.

"Με τεμένα γελάνε. Δεν 'κούγω, κι απολαίνουν τα σπαθιά για την μάνα. Τι μ' έχουν, για χαμένη; Μπορεί να πήγα τόσα χρόνια, αλλά από την γνώμη δεν έφυγα. Έχω δεκαοχτώ μάτια και δεκαοχτώ αυτιά. Λες να μην καταλαβαίνω; Εγώ είμαι εις θέσιν να ορμηνέψω βασίλεια."

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, εξολοκλήρου στο μυθιστόρημα του, είναι ηπειρωτική ντοπιολαλιά. 

Σαν παραδοσιακό τραγούδι, σαν παραβολή, κελαρυστά ρέουν οι λέξεις μεταφέροντας μας σε εκείνους τους τόπους, κάτω από εκείνον τον ουρανό.

Αναπόφευκτα το θέμα και το ύφος παραπέμπει στο έργο του Παπαδιαμάντη και κυρίως στην «Φόνισσα», έναν εκ διαμέτρου αντίθετο χαρακτήρα με τους αντίστοιχους του Δημητρίου, που δίνει όμως το ίδιο στίγμα για τον πατριαρχικό χαρακτήρα της εποχής.

Το έργο του Σωτήρη Δημητρίου «Ουρανός απ ‘ άλλους τόπους» απέσπασε το Κρατικό βραβείο μυθιστορήματος 2022.


Λίγα λόγια για τον συγγραφέα:

Ο Σωτήρης Δημητρίου γεννήθηκε στην Πόβλα Θεσπρωτίας το 1955 και μεγάλωσε στην Ηγουμενίτσα. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Το έργο του έχει τιμηθεί με το βραβείο διηγήματος της εφημερίδας Τα Νέα (1987), δύο φορές με το βραβείο διηγήματος του περιοδικού Διαβάζω (η τελευταία το 2002 για το βιβλίο του Η βραδυπορία του καλού), μία φορά με το βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (2013), ενώ το μυθιστόρημά του Ν’ ακούω καλά τ’ όνομά σου ήταν υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας. Το βιβλίο του Ουρανός απ’ άλλους τόπους (2021) τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2022. Το τελευταίο του έργο είναι η συλλογή διηγημάτων Μια Μαρίνα Τζάφου (2023). Κείμενά του έχουν μεταφερθεί πολλές φορές στον κινηματογράφο, σε ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους, στο θέατρο.

[Πηγή: Εκδόσεις Πατάκη]


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις