ΤΕΚΝΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, CORMAC MCCARTHY


 

Σ' έναν αχυρώνα στο Τενεσί, τον οποίο ανακαίνισε μόνος του, θα εγκατασταθεί ο Μακάρθι με τη σύζυγό του Αν Ντελίλ.
Το "Τέκνο του Θεού" γράφεται εκείνη την περίοδο και εκδίδεται το 1973.

Ο Λέστερ Μπάλαρντ έμεινε ολομόναχος στον κόσμο όταν ο πατέρας του αυτοκτόνησε. Τότε θα ήταν εννέα-δέκα ετών. Η μητέρα του τους είχε εγκαταλείψει κάποια χρόνια νωρίτερα. Αργότερα θα χάσει το σπίτι και τη γη του λόγω χρεών.  Κατάλυμά του θα γίνει ένα εγκαταλελειμμένο,  μισοκατεστραμμένο καλύβι.
Ο Μπάλαρντ απομακρύνεται σταδιακά από την ανθρώπινη κοινότητα μα και από την ανθρώπινη κατάσταση. Βιώνει μια μετάβαση από τον πολιτισμό στην πρωτόγονη κατάσταση. Μια αντιστροφή που τη χαρακτηρίζει η απανθρωποίηση, ο ψυχικός και κοινωνικός εκφυλισμός. Η παραβατική του συμπεριφορά κλιμακώνεται βαθμιαία διαρρηγνύοντας ηθικούς κανόνες, υπερβαίνοντας κάθε αναστολή. Το μικρό αγόρι που ασκούσε bullying στους συνομήλικούς του εξελίσσεται σε εγκληματία ανομολόγητων, ανίερων πράξεων.
Ξεπερνά σε αγριότητα τους προγόνους του, μέλη της Κου Κλουξ Κλαν.

"Πάντως ένα θα πω για τον Λέστερ.  Μπορείς να μετρήσεις τη γενιά του μέχρι πίσω στον Αδάμ αλλά αυτός τους έβαλε όλους κάτω."

Στο "Τέκνο του θεού" ο Μακάρθι οικοδομεί ένα διαφορετικό bildungsroman.

“Ήρθαν σαν καραβάνι καρναβαλιστών…”

Με αυτή την εναρκτήρια φράση ο συγγραφέας μας βάζει στον αναγεννησιακό κόσμο του Ραμπελαί. Είναι η αρχή της μετάβασης από τον homo universalis και τον ανθρωπισμό της Αναγέννησης στον εγωτισμό, τον ατομικισμό του σύγχρονου δυτικού ανθρώπου.

Ο κόσμος μας απότοκο της Αναγέννησης πέραν της πνευματικής και κοινωνικής άνθησης υπήρξε εφαλτήριο του σύγχρονου τραπεζικού συστήματος.

Το καραβάνι των καρναβαλιστών δεν είναι παρά μια πομπή ανθρώπων που συνοδεύει τη διαδικασία πλειστηριασμού της οικογενειακής περιουσίας του Μπάλαρντ από την τράπεζα στην οποία έχει επανέλθει η κυριότητα των περιουσιακών του στοιχείων.

Ο Μακάρθι συγγραφικά έχει απομακρυνθεί από το ψυχογράφημα των χαρακτήρων και την ηθογραφική λογοτεχνία. Περιγράφει ρεαλιστικά το κακό ως στοιχείο της ανθρώπινης φύσης. Για τον Μπάλαρντ γράφει:
“Ένα τέκνο του θεού μάλλον όπως και εσείς”.
Όλοι μας παιδιά του ίδιου θεού που κουβαλάμε το κακό μέσα μας, κληροδότημα από τον πρώτο άνθρωπο.

"Πιστεύεις πως οι άνθρωποι ήταν πιο κακοί τότε απ' ό,τι σήμερα; είπε ο βοηθός σερίφη.
Ο γέρος κοιτούσε την πλημμυρισμένη πόλη. Όχι, είπε. Δεν το πιστεύω.  Πιστεύω πως οι άνθρωποι είναι ίδιοι από τη μέρα που ο Θεός έφτιαξε τον πρώτο."

Ο Μακάρθι στον κόσμο που παρουσιάζει υπάρχει ο κοινωνικός αποκλεισμός, η περιθωριοποίηση, η αποξένωση, η μοναξιά. Αγγίζει θέματα ταμπού όπως η αιμομιξία και η νεκροφιλία. Σεξουαλικές διαστροφές ως αποτέλεσμα της απανθρωποίησης, του εκφυλισμού στο ευρύτερο πλαίσιο της αποσύνθεσης της ανθρωπότητας.

Η τοπική κοινωνία αποβάλλει τον Μπάλαρντ λόγω της παράταιρης συμπεριφοράς του. Μένει τόσο μόνος που στο πανηγύρι της περιοχής στοχεύει και κερδίζει τα μεγάλα λούτρινα ζωάκια που είχαν ως έπαθλο στον πάγκο της σκοποβολής. Αυτά τα άψυχα ομοιώματα θα είναι η συντροφιά του.
Αποκομμένος από καθετί ανθρώπινο, σημαδεμένος από την απόρριψη, χάνοντας ό,τι υλικό έχει, επιστρέφει στην πρωτόγονη κατάσταση. Τώρα πια κατάλυμά του είναι μια σπηλιά.
Αυτή η επιστροφή στο αρχαϊκό, στο βάρβαρο, σε συνδυασμό με την ανάγκη για επαφή, βρίσκει ανακούφιση σε μια ενδιάμεση κατάσταση.

Ένα τσακισμένο τσεκούρι που θα βρει θα τον οδηγήσουν στον σιδερά για να το επισκευάσει.

"Ποτέ μην αφήνεις το ατσάλι στη φωτιά για περισσότερο απ' όσο χρειάζεται... το σωστό είναι να το βγάλεις ακριβώς τη στιγμή που παίρνει το χρώμα της Χάρης του Θεού τώρα θέλουμε ένα όμορφο κόκκινο. Ένα όμορφο κόκκινο.
...Αυτό είναι αρκετό για κάποια εργαλεία, αλλά εμείς θα το κάνουμε γαλάζιο.
... Αν κάνεις έστω κι ένα απ' τα βήματα λάθος είναι σαν να το 'χεις κάνει όλο λάθος."

Τα λόγια του σιδερά στο μυαλό φέρνουν την αλλαγή στο ανθρώπινο σώμα όταν η ζωή φεύγει από μέσα του.
Τα νεκρά σώματα που θα αποθησαυρίζει.

Όπως ο Ζιλ ντε Ραι, στα άψυχα βεβηλωμένα σώματα αναζητά την ομορφιά της θεϊκής δημιουργίας.

“Την έγδυσε τελείως και την κοίταζε, εξετάζοντας προσεκτικά το σώμα της, σα να μπορούσε να διακρίνει πως ήταν συναρμολογημένη." [ απόσπασμα από "Τέκνο του Θεού"]


"Φιλούσα... χάιδευα... και βίαζα το νεκρό παιδί... και θαύμαζα... χάζευα... καμιά φορά, ώρες ολόκληρες... τα ομορφότερα παιδιά, το πιο όμορφο κεφάλι, τα πιο ωραία μέλη...
Κι άνοιγα τα σώματα τους, και μαγευόμουνα στη θέα των εσωτερικών οργάνων τους..." [ απόσπασμα από "Ο Ζιλ και η νύχτα", Hugo Claus]

Ο Ζιλ ντε Ραι κατηγορήθηκε και για σατανισμό. Η θηριωδία των εγκλημάτων του έπρεπε να συνδεθεί με τον διάβολο, ενώ επρόκειτο για χθόνια επιλογή, όπως άλλωστε συμβαίνει και στην περίπτωση του Μπάλαρντ.

"Όποια κι αν ήταν η φωνή που του μιλούσε δεν ήταν δαίμονας αλλά κάποιος πρότερος εαυτός που είχε αφήσει πίσω και που παρ' όλ' αυτά επέστρεφε κάπου κάπου για να τον λογικέψει, ένα χέρι που τον τραβούσε πίσω από το χείλος της καταστροφικής του μανίας."

Η αρχαϊκή βία, η βαναυσότητα των αποτρόπαιων εγκλημάτων, που ουσιαστικά είναι μια μίανση της ανθρώπινης ζωής, απασχόλησε τον Georges Bataille. Το 1959 εκδίδεται "Η δίκη του Ζιλ ντε Ραι", ένας τόμος με τα πρακτικά της δίκης που συγκέντρωσε ο Bataille.
Στα φιλοσοφικά έργα του πραγματεύεται τις ακραίες συμπεριφορές, την υπερβολή, τη σύνθλιψη των ταμπού, τον ερωτισμό, τον μυστικισμό, τον αντικαπιταλισμό και φυσικά τον θάνατο. Αποτυπώνει σκέψεις που συνδυάζουν επιρροές από Μαρξ, Σαντ, Νίτσε.

Φιλοσοφικές θέσεις του Bataille συναντάμε στα έργα του Μακάρθι, τόσο όσον αφορά την αντικαπιταλιστική πολιτική που υποστηρίζει, όσο και στον  ελευθεριακό ερωτισμό που ξεπερνά κάθε όριο πράττοντας το απαγορευμένο.


Μετάφραση: Παναγιώτης Κεχαγιάς

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις