Συχνά στη λογοτεχνία ένα πραγματικό γεγονός αποτελεί εφαλτήριο για τη δημιουργία μιας μυθιστορηματικής αφήγησης.
Βασισμένο στην τραγωδία του Χίλσμπορο, το μυθιστόρημα της Βασιλικής Πέτσα, εκτυλίσσεται είκοσι χρόνια μετά τα δραματικά γεγονότα.
Πριν μιλήσουμε για την ιστορία που κατασκεύασε η συγγραφέας θα αναφερθούμε σε όσα συνέβησαν στις 15 Απριλίου του 1989.
Ο ημιτελικός του Κυπέλλου Αγγλίας μεταξύ της Λίβερπουλ και της Νότιγχαμ Φόρεστ, για λόγους ασφαλείας, είχε οριστεί σε ουδέτερη έδρα. Στις 15 Απριλίου, στο στάδιο Χίλσμπορο στο Σέφιλντ της Αγγλίας, θα κρινόταν ο νικητής.
Λόγω λανθασμένων χειρισμών της αστυνομίας δημιουργήθηκε τέτοιος συνωστισμός των φιλάθλων στις κερκίδες ορθίων που η ολέθρια έκβαση ήταν αναπόφευκτη. Η προσπάθεια των οπαδών να απεγκλωβιστούν κατέληξε στη μεγαλύτερη αθλητική τραγωδία στην ιστορία της Μεγάλης Βρετανίας. Κάποιοι φίλαθλοι στριμώχτηκαν στα κάγκελα παθαίνοντας ασφυξία ενώ άλλοι ποδοπατήθηκαν, φτάνοντας στον τραγικό απολογισμό των 96 νεκρών και 766 τραυματιών.
Η αστυνομία επέρριψε ευθύνες στους οπαδούς. Κατά τους ισχυρισμούς των εκπροσώπων της τοπικής αστυνομίας, πολλοί φίλαθλοι εισήλθαν στο γήπεδο χωρίς εισιτήριο, ήταν μεθυσμένοι και εκτός ελέγχου. Σύμφωνα με το πόρισμα της έρευνας, που διεξήχθη έπειτα από εντολή της τότε πρωθυπουργού Μάργκαρετ Θάτσερ, ο υπογράφων αρχιδικαστής Πίτερ Τέιλορ έκρινε υπεύθυνη την τοπική αστυνομία. Το Σεπτέμβριο του 2012, από έρευνες μιας ανεξάρτητης επιτροπής που ορίστηκε από τις οικογένειες των θυμάτων, προέκυψε πως οι 41 από τους 96 νεκρούς θα είχαν ζήσει εάν τους είχε παρασχεθεί η έγκαιρη και κατάλληλη ιατρική βοήθεια.
Είναι πλέον αδιαμφισβήτητο γεγονός η ανεπάρκεια των αρμόδιων αστυνομικών αρχών και οι καθυστερήσεις των σωστικών συνεργείων είχαν αυτές τις οδυνηρές συνέπειες.
Ο αφηγητής, στο "Δεν θα αργήσω" της Βασιλικής Πέτσα, είναι τριάντα επτά χρονών, παντρεμένος και πατέρας δυο παιδιών. Διατηρεί ένα κατάστημα εμπορίας ειδών φωτογραφίας οικονομικά ατελέσφορο.
Μέλος μιας παρέας που ο πυρήνας της σχηματίστηκε στα σχολικά τους χρόνια είχε βρεθεί στο Χίλσμπορο τη μοιραία μέρα. Την εφηβική αυτή παρέα απάρτιζαν: ο κεντρικός ήρωας που θα παραμείνει ανώνυμος, ο Τζον και η Τζέσικα, που στην πορεία παντρεύτηκαν, η Κέισι, μητέρα δύο κοριτσιών, ο Άντι, που ζει έκτοτε στην Αυστραλία, και ο Κιθ, που δεν επέστρεψε σπίτι του στις 15 Απριλίου 1989.
Με αφορμή την επιστροφή του αντί στο Λίβερπουλ για την εικοστή επέτειο από το θλιβερό συμβάν, μνήμες ανασύρονται. Όσα μας διηγείται είναι οι σκέψεις του τη μέρα που έλαβε το τηλεφώνημα από τον Άντι. Η αφήγηση εναλλάσσεται μεταξύ παρελθόντος και παρόντος. Ο ήρωας της Πέτσα παραπαίει, εγκλωβισμένος στο ανεπούλωτο τραύμα του. Είναι αυτός που φροντίζει το καναρίνι κάθε φορά που η σύζυγός του αντικαθιστά στο κλουβί το νεκρό για να μην έρθει η κόρη τους αντιμέτωπη με τον πόνο της απώλειας.
Παρατηρεί το εγκλωβισμένο καναρίνι, του δίνει χώρο αφήνοντας το ελεύθερο στο γκαράζ, αναρωτιέται αν το πέταγμα παραμένει στη φύση του παρόλο που έχει γεννηθεί ανελεύθερο, αν μπορεί να αναγνωρίσει τη φροντίδα του που του παρέχει ώστε να αναπτύξει οικειότητα και εμπιστοσύνη. Αυτό όμως που τον προβληματίζει περισσότερο είναι η ελευθερία.
"...σκέφτηκα πώς η κατάκτηση της ελευθερίας έχει ένα μεγάλο τίμημα: ν’ αναζητάς μονίμως κι άλλη. Ένας αγώνας χωρίς λήξη, μια ατέλειωτη διαπραγμάτευση."
Η συγγραφέας τοποθετεί με χειρουργική ακρίβεια τις ψηφίδες στο αφηγηματικό μωσαϊκό αναδημιουργώντας το συναίσθημα του εγκλωβισμού που βίωσαν τόσο οι φίλαθλοι στο Χίλσμπορο όσο και ο κεντρικός ήρωάς της στον παρόντα χρόνο. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση λαμβάνει το ρόλο του διαμεσολαβητή, του κοινωνού των συναισθημάτων θλίψης και παραίτησης που νιώθει ο κεντρικός ήρωας της αφήγησης. Η δομή ειναι στέρεη, χωρίς φλυαρίες και συναισθηματισμούς. Η συγγραφέας καταφέρνει να παραμείνει αποστασιοποιημένη χωρίς να παίρνει άμεσα θέση, κρατώντας ισορροπημένη στάση και έχοντας στο επίκεντρο της αφήγησής της τις ψυχικές διεργασίες του ατομικού και συλλογικού τραύματος.
Ο αφηγητής και το καναρίνι, είναι δυο υπάρξεις εύθραυστες, ευαίσθητες, καθόλου ανθεκτικές σε αντίξοες συνθήκες.
Ο ίδιος εξομολογείται:
"Μετά το Χίλσμπορο αποφάσισα να ξαναγεννηθώ, όμως το καινούργιο δέρμα μου παρέμεινε τρωτό, λεπτό και απροστάτευτο, μια μικρή γρατζουνιά φτάνει για να αρχίσει να τρέχει αίμα."
Η Πέτσα πραγματεύεται το συλλογικό τραύμα και τις ολέθριες συνέπειες όταν τη μοίρα των πολιτών κρατούν άτομα που δεν διαθέτουν τις κατάλληλες δεξιότητες διαχείρισης καταστάσεων. Κατ' επανάληψη στην ιστορία έχουν συμβεί τραγικά γεγονότα με μαζικούς θανάτους και τραυματισμούς. Στο μυθιστόρημά της η συγγραφέας αφηγούμενη την τραγωδία του Χίλσμπορο επαναφέρει και το θέμα της κρατικής ευθύνης, τον τρόπο που επανδρώνονται υψηλών απαιτήσεων θέσεις από ανεκπαίδευτα στελέχη.
Ένα τραυματικό γεγονός, που βιώνει μια ομάδα ανθρώπων, ακολουθείται από τη διαταραχή ψυχικών αντιδράσεων και σωματικών λειτουργιών οι οποίες καταγράφονται ως κοινή εμπειρία και έχουν αντίκτυπο σε όλη την κοινωνία προκαλώντας αβεβαιότητα, σύγχυση, άγχος, φόβο, θλίψη έως και κατάθλιψη. Σε κάποιες περιπτώσεις οδηγεί σε απελπισία και παραίτηση. Η τραυματική εμπειρία εγγράφεται στη μνήμη του ατόμου και καθορίζει τον τρόπο λήψης των αποφάσεων και των επιλογών του. Κάθε άτομο αντιδρά διαφορετικά βάση των παραμέτρων που συνέθεσαν το χαρακτήρα του.
Ο κεντρικός ήρωας της Πέτσα έπαψε ουσιαστικά να ζει την ημέρα που βίωσε την τραγική εμπειρία στο Χίλσμπορο. Υποδύεται τον ζωντανό ενώ μέσα του υπάρχει το κενό του θανάτου. Παγιδευμένος σε μια ζωή που έχτισε προσπαθώντας να δώσει νόημα στο ότι αυτός επέζησε, να αξιοποιήσει την εύνοια της τύχης του. Μια από τις συνέπειες του συλλογικού τραύματος είναι η απώλεια νοηματοδότησης σε προσωπικό και θεσμικό επίπεδο και αυτό ακριβώς ταλανίζει τους πρωταγωνιστές αυτής της ιστορίας.
Έχει διατυπωθεί η απορία για τους λόγους που η συγγραφέας επέλεξε να βάλει στο κέντρο της διήγησής της ένα γεγονός που συνέβη στην Αγγλία ενώ απευθύνεται στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Η ίδια δίνει μια απάντηση στο Σημείωμα στο τέλος του βιβλίου. Αναλυτικότερα μας τα εξηγεί στη συνέντευξη που μας παραχώρησε στο Fractal και θα δημοσιευτεί στο επόμενο τεύχος.
Η Βασιλική Πέτσα γεννήθηκε στην Καρδίτσα το 1983. Σπούδασε Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας και Θεωρίες του Πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ και Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Είναι διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.
Από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ κυκλοφορούν, επίσης, η νουβέλα της Θυμάμαι (2011), οι συλλογές διηγημάτων της Όλα τα χαμένα (2012) και Μόνο το αρνί (2015), το μυθιστόρημά της Το δέντρο της υπακοής (2018) και η μελέτη της Όταν γράφει το μολύβι (2016).
(Πηγή: "Εκδόσεις Πόλις", 2024)
Οπισθόφυλλο:
Λίβερπουλ, 1989-2009. Είκοσι χρόνια μετά την ποδοσφαιρική τραγωδία που συντάραξε τη Βρετανία.
Ένας άλλος κόσμος, μια άλλη ζωή. Η πόλη αναπτύσσεται δυναμικά, οι αλλοτινοί έφηβοι -η Κέισι, ο Άντι, η Τζέσικα, ο Τζον- μεγάλωσαν, άλλαξαν συνήθειες, προσαρμόστηκαν σε μια ήσυχη καθημερινότητα, απέκτησαν οικογένεια, σταθερές δουλειές. Όλοι; Όχι όλοι.
Ο κεντρικός ήρωας, ιδιοκτήτης φωτογραφείου που φυτοζωεί, αναγκάζεται να επιστρέψει νοερά στην εποχή που τα τείχη έπεφταν ή έμεναν ακλόνητα, κατά περίπτωση, για να αντιμετωπίσει τα φαντάσματα του παρελθόντος.
Ένα μυθιστόρημα για το τι σημαίνει, μερικές φορές, να είσαι επιζών: να αγωνίζεσαι να προχωρήσεις μπροστά, να ξαπλώνεις κατάκοπος το βράδυ, και το επόμενο πρωί -κάθε πρωί-, ανοίγοντας τα μάτια, να συνειδητοποιείς πως δεν βρίσκεσαι ούτε βήμα μακριά. Πως είσαι ακόμα εκεί.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου