Το Νόμπελ Λογοτεχνίας 2024 απενεμήθει στην Νοτιοκορεάτισσα συγγραφέα Χαν Γκανγκ «για την έντονη ποιητική της πεζογραφία που αντιμετωπίζει ιστορικά τραύματα και εκθέτει την ευθραυστότητα της ανθρώπινης ζωής», σύμφωνα με την ανακοίνωση της επιτροπής.
Στο έργο της, η Han Kang αντιμετωπίζει ιστορικά τραύματα και αόρατα σύνολα κανόνων και, σε κάθε έργο της, εκθέτει την ευθραυστότητα της ανθρώπινης ζωής. Έχει μια μοναδική επίγνωση των συνδέσεων μεταξύ σώματος και ψυχής, ζωντανών και νεκρών, και στο ποιητικό και πειραματικό της ύφος έχει γίνει μια καινοτόμος στη σύγχρονη πεζογραφία.(nobelprize.org)
Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα μυθιστορήμαστά της «Η Χορτοφάγος» και «Μάθημα ελληνικών» από τις εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση της Αμαλίας Τζιώτη.
Το μυθιστόρημα «Η Χορτοφάγος» είναι δομημένο σε τρία μέρη που συνδέονται και δίνουν το θέμα που πραγματεύεται η συγγραφέας από τρεις οπτικές γωνίες.
Μια νέα γυναίκα, η ΓιόνγκΧιε, ζει με τον σύζυγό της. Είναι μια τυπική μεσοαστική οικογένεια, υποταγμένοι και οι δυο στην άνευρη καθημερινότητα, εκπληρώνοντας τα κοινωνικά τους καθήκοντα. Η ανατροπή θα έρθει όταν μια μέρα η ΓιόνγκΧιε θα αποφασίσει να μην ξαναφάει κρέας και να μεταλλάξει τον τρόπο ζωής της. Πλέον θέλει να ζει σα να ήταν φυτό.
Στο πρώτο μέρος η χορτοφαγία ή η κρεατοφαγία είναι καθαρή αλληγορία. Καταπιέσμενα θέλω, εγκλωβισμός σε μια ζωή που δεν είναι επιλογή μα κοινωνική προσταγή. Τα όνειρα εκφράζουν το θυμό και η εσωτερική σύγκρουση οδηγεί στην επανάσταση.
Ακολουθεί το δεύτερο μέρος όπου ο σύγγαμβρος-καλλιτέχνης είναι ένας άνθρωπος ανασφαλής τόσο με την εμφάνιση του όσο και με την καλλιτεχνική του αξία. Σιωπηλός, αμέτοχος και βυθισμένος στις καλλιτεχνικές του αναζητήσεις. Οι επιλογές της ηρωίδας λειτουργούν καταλυτικά στην ψυχοσύνθεσή του. Η θνητότητα ήταν το έναυσμα της μεταστροφής του και αναθεώρησης της οπτικής του. Όσα ξύπνησαν μέσα του άρχισαν να μορφοποιούνται και να παίρνουν υπόσταση. Το ερωτικό ορμέμφυτο συγκρούεται με τις κοινωνικές συμβάσεις και μεταμφιέζεται αποκτώντας καλλιτεχνική υπόσταση. Η Χορτοφάγος παραδομένη στην ψυχική νόσο της είναι θύμα και θύτης.
Ολοκληρώνοντας, στο τρίτο μέρος, τα θύματα βίας υιοθετούν όμοια συμπεριφορά εξωτερικεύοντας την επιθετικότητά τους είτε σε τρίτους είτε στον εαυτό τους. Ένας βίαιος πατέρας, παλαίμαχος του πολέμου στο Βιετνάμ, καθορίζει τις ζωές των μελών της οικογένειάς του. Η εξέλιξη καθενός επηρεάζεται από το DNA και το περιβάλλον που μεγαλώνει. Ένα περιβάλλον ματαίωσης, κακοποίησης, υποτίμησης. Έχουμε τρία αδέλφια, τρεις διαφορετικούς χαρακτήρες, τρεις διαφορετικές αντιδράσεις. Η Χορτοφάγος κράτησε το θυμό μέσα της και παραμένοντας υποταγμένη ανέλαβε το ασυνείδητο και η ψυχική σχάση. Τα συσσωρευμένα καταπιεσμένα συναισθήματα διαμόρφωσαν το αυτοκαταστροφικό υπερεγώ της.
Αφορμή για τη συγγραφή του μυθιστορήματος «Μάθημα Ελληνικών» ήταν η έννοια της μέσης φωνής των ρημάτων στην ελληνική γλώσσα, η πράξη που εκτελεί το υποκείμενο και επιστρέφει σε αυτό, το περίκλειστο και αυτοπροσδιοριζόμενο μιας ενέργειας.
Η ζωή κάθε ανθρώπου είναι μια συνεχής γραμμή πεπερασμένου χρόνου. Μια γραμμή που διαρκώς τέμνεται και τέμνει. Κάπως έτσι μια γυναίκα που έχασε την ικανότητα ομιλίας συναντά έναν άνδρα που σταδιακά χάνει την όραση του.
Εκείνη είχε βιώσει την απώλεια της λεκτικής επικοινωνίας στο παρελθόν. Επανήλθε μαθαίνοντας μια άγνωστη γλώσσα. Βρήκε την επαφή για επικοινωνία αρθρώνοντας λέξεις στα γαλλικά. Τώρα που ξαναβιώνει τον ίδιο ακρωτηριασμό αποφασίζει να παρακολουθήσει μαθήματα ελληνικών.
Εκείνος γεννήθηκε στην Κορέα. Από δεκατεσσάρων ετών μεγάλωσε ως μετανάστης στη Γερμανία. Γνώριζε ότι σταδιακά θα χάσει την όραση του, όπως ο πατέρας και ο παππούς του. Σπουδάζει Ελληνική φιλοσοφία και στα τριάντα του επιστρέφει στα πάτρια εδάφη όπου διδάσκει Ελληνικά. Διχασμένος ανάμεσα σε δύο γλώσσες και δύο πολιτισμούς αποζητά στην επιστροφή στην μητρική γλώσσα την επαφή που θα αναπληρώσει την απώλεια της σύνδεσης του με το περιβάλλον.
Οι εικόνες και οι λέξεις που τις περιγράφουν στοιχειοθετούν την επικοινωνία μας, τη σύνδεση μας με τον περιβάλλοντα χώρο στην υλική και ψυχική του διάσταση. Κάθε αποσύνδεση και μια υπενθύμιση της θνητότητας.
Η εκφορά του λόγου που δίνει μορφή στην ιδέα, που γεφυρώνει την νοητική συνδιαλλαγή κυοφορώντας, τίκτοντας και κοινωνώντας συναισθήματα.
Οι αισθήσεις που λειτουργούν ως δίαυλος πρόσληψης πληροφοριών, ως αγωγός αντίληψης, κατανόησης, αποκωδικοποιήσης και διαμόρφωσης της συνειδητοποίησης του κόσμου και συνείδησης εαυτού.
Δύο άνθρωποι που χάνουν την επαφή και την επικοινωνία με διαφορετικό τρόπο, κουβαλώντας τραύματα, θα καταφέρουν να συνδεθούν; Θα καταφέρουν να σπάσουν το κέλυφος της απομόνωσης και να απεγκλωβιστούν από την μοναξιά τους;
Η Χαν Γκανγκ γεννήθηκε το 1970 στη ΓκουάνγκΤζου της Νότιας Κορέας και σε ηλικία 10 ετών μετακόμισε στη Σεούλ. Σπούδασε Κορεατική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο ΓιόνΣε. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1993 με πέντε ποιήματα. Την επόμενη χρονιά κέρδισε τον διαγωνισμό της εφημερίδας Σεούλ Σίνμουν για πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς με την ιστορία της «Ερυθρή άγκυρα». Η πρώτη της συλλογή διηγημάτων Γιόσου κυκλοφόρησε το 1995. Το μυθιστόρημα Η χορτοφάγος (2007) χάρισε στην ίδια την παγκόσμια αναγνώριση, καθώς η αγγλική του μετάφραση (2015) τιμήθηκε με το Διεθνές Βραβείο Booker 2016. Έχει εκδώσει επίσης τις συλλογές διηγημάτων Τα φρούτα της γυναίκας μου (2000) και Η σαλαμάνδρα της φωτιάς (2012), καθώς και τα μυθιστορήματα Μαύρο ελάφι (1998), Τα κρύα σου χέρια (2002), Φυσάει αέρας, πήγαινε (2010), Μάθημα ελληνικών (2011), Ανθρώπινες πράξεις (2014), Το λευκό βιβλίο (2016) και Δεν ξεχνώ (2021). Ζει στη νοτιοκορεατική πρωτεύουσα και είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Δημιουργικής Γραφής του Ινστιτούτου Τεχνών της πόλης.
(Πηγή: Εκδόσεις Καστανιώτη, 2022)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου