GEORGI GOSPODINOV
GEORGI GOSPODINOV
Φυσικό μυθιστόρημα
Μετάφραση: Αλεξάνδρα Ιωαννίδου
Ο κεντρικός ήρωας και αφηγητής του Gospodinov είναι ένας νέος άντρας με ιδιαίτερο χιούμορ που βιώνει το τέλος του γάμου του. Στη διήγηση εναλλάσσονται ιστορίες από την καθημερινότητα, αναμνήσεις, σκέψεις.
Διάσπαρτες ιστορίες από το παρελθόν που όμως συνδέονται σε έναν ιστό αληθινό και αποτυπώνουν την καθημερινότητα ενός ανθρώπου λειτουργώντας σε ένα φανταστικό παιχνίδι.
Η σύγχυση που επιφανειακά υπάρχει στο μυαλό του συνδυάζεται με την προσπάθεια του να αποδώσει λογικές εξηγήσεις για όσα του συμβαίνουν. Παρατηρεί τον κόσμο και με φυσικούς όρους και νόμους ερμηνεύει τη ζωή.
Παράλληλα όμως διερευνά τον τρόπο που εξελίσσεται η γλώσσα, η βαρύτητα των λέξεων και του Λόγου, η γραφή ενός μυθιστορήματος.
Δεύτερος εγκέφαλος του ανθρώπινου σώματος θεωρείται το πεπτικό σύστημα, εκεί που όχι μόνο συντελείται η απορρόφηση των θρεπτικών συστατικών μα δημιουργούνται και συναισθήματα. Οι δύο εγκέφαλοι είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι και αυτός ο δεσμός χρησιμοποιείται από τον συγγραφέα.
Η δομή που υπάρχει στη φύση αντιπαραβάλλεται με την τεχνική/τεχνητή δομή που διέπει τη ζωή και την εκφραση σε ένα μυθιστόρημα.
Είναι η απεικόνιση της ζωής στην μεταπολεμική Βουλγαρία διαποτισμένη με τη θλίψη της κατάρρευσης, το απέλπιδο κενό ενός συγχυσμένου νου, μιας ψυχής που αγωνιά.
Περί φυσικής της μελαγχολίας
Μετάφραση: Αλεξάνδρα Ιωαννίδου
Το μυθιστόρημα αυτό, σύμφωνα με τα λεγόμενα του συγγραφέα προέκυψε, εν μέρει, ως απάντηση σε άρθρο του Economist το 2010, σύμφωνα με το οποίο η Βουλγαρία είναι το θλιβερότερο μέρος στον κόσμο.
Ήταν η ίδια χρονιά που η κυβέρνηση του Viktor Orbán στην Ουγγαρία πρότεινε την ελεύθερη πρόσβαση στα αρχεία της ÁVH (Επιτροπή Κρατικής Ασφάλειας), δίνοντας τη δυνατότητα σε κάθε πολίτη να γνωρίζει όχι μόνο τις πληροφορίες που είχαν συγκεντρωθεί για αυτόν μα και τους πληροφοριοδότες. Η πρόταση αυτή εγείρει ηθικά διλήμματα μα κυρίως το θέμα διατήρησης ή διαγραφής ιστορικών τραυματικών αναμνήσεων.
Με εφαλτήριο προσωπικά βιώματα και προβληματισμούς που υπερβαίνουν ατομικά όρια και εθνικά σύνορα, ο Gospodinov πραγματεύεται τις γεννεσιουργές αιτίες της μελαγχολίας, ανατέμνοντας την και δίνοντάς της φυσική υπόσταση.
Κεντρικός άξονας η εγκατάλειψη, η απομόνωση, ο συναισθηματικός ακρωτηριασμός, η στέρηση ψυχικών δεσμών.
Αξιοποιεί το μύθο του Μινώταυρου ερμηνεύοντας τον με μια διαφορετική προσέγγιση σε αντιδιαστολή με την μέχρι τώρα διάστασή του. Ένα πλάσμα που γεννήθηκε διαφορετικό, μισό άνθρωπος- μισό ταύρος, που βίωσε την απόρριψη και φυκακίστηκε στο σκοτάδι του λαβύρινθου. Ένα πλάσμα που δεν αγαπήθηκε μα εγκαταλείφθηκε και ήταν πάντα και για όλους "τέρας".
Όμως αυτή είναι μόνο μια από τις ιστορίες που συνθέτουν τον μυθιστορηματικό καμβά.
Ο αφηγητής βιώνοντας ένα είδος "συνειδησιακής κατάληψης", ως ξενιστής σε ένα άλλο σώμα αφηγείται τις μνήμες αυτής της άλλης ύπαρξης. Οι μνήμες που ορίζουν την προσωπικότητα του ατόμου, η ερμηνεία τους και τα κριτήρια πρόσληψης και κωδικοποίησης τους.
Εξετάζει την ύπαρξη και τη σύνδεση της συνείδησης με τις μνήμες. Το ρόλο της έκφρασης, του Λόγου στην επικοινωνία και τη σημασία της σιωπής στη μετάδοση της γνώσης, μια γνώση κοινής συνείδησης κωδικοποιημένη στην εξέλιξη των ειδών.
" Εγώ υπήρξαμε".
Το μυθιστόρημα λειτουργεί ως αναπαράσταση μιας χρονοκάψουλας αναμνήσεων είτε με τη μορφή αρχείων και καταγραφών είτε ως γονιδιακά κληροδοτημένες μνήμες.
Σε αρκετά σημεία προοικονομεί τη θεματική του επόμενου έργου του και αφήνει να διαφανούν οι νοηματικοί δεσμοί με το προηγούμενο.
Μια μάχη με το αίσθημα της βαθιάς θλίψης, της ειλικρινούς απάντησης στο ερώτημα "Πώς είσαι;".
Δίνεται η προσπάθεια για αποδοχή αυτών των συναισθημάτων γιατί η μελαγχολία δεν έχει γεωγραφικό προσδιορισμό, δεν έχει πολιτικές ρίζες, είναι μία κατάσταση οργανική με την οποία καλείσαι να συμφιλιωθείς και να συνυπάρξεις.
Ένα βιβλίο για τη γενεαλογία συνειδήσεων.
Χρονοκαταφύγιο
Μετάφραση: Αλεξάνδρα Ιωαννίδου
Μια από τις τεχνικές που χρησιμοποιεί ο Gospodinov στα έργα του είναι η διακειμενικότητα. Στο Χρονοκαταφύγιο αυτό είναι ακόμα πιο έντονο καθώς το κείμενο συνομιλεί όχι μόνο με έργα άλλων συγγραφέων μα και με τα έργα του ιδίου.
Θεμέλιος λίθος της αφήγησης είναι η μνημονική και συνειρμική ανάκληση, μια επιρροή από τον Προυστ όταν αναφέρει την "μαντλέν της μνήμης μου".
Έχουμε τα χρονοκαταφύγια ως χώρους παροχής μιας πιο ποιοτικής ζωής για όσους ακούσια χάνουν τη μνήμη τους λόγω νόσου.
Δημιουργούνται χώροι φιλοξενίας όπου οι ασθενείς ζουν στη δεκαετία που τους ταιριάζει. Αυτές οι δομές γνωρίζουν μεγάλη αποδοχή και επιτυχία.
Μεταπηδάμε σε μια καθολική εδραίωση αυτής της επιλογής για όλους, για όσους αποφεύγουν να έρθουν αντιμέτωποι με το μέλλον και επιθυμούν την εκούσια επιστροφή στο παρελθόν τους.
Περνάμε από το ατομικό "comfort time zone" στο συλλογικό.
Όμως η δυνατότητα αυτή διευρύνεται.
Κράτη ολόκληρα καταφεύγουν σε δημοψήφισμα ώστε να επιλέξουν σε ποια χρονική περίοδο θέλουν να επιστρέψουν. Ως αντιπροσωπευτικό δείγμα κράτους ο Gospodinov επιλέγει τη γενέτειρά του. Καθαρά πολιτικό και κοινωνικό το σχόλιο του στο τρίτο μέρος, για την προπαγάνδα και τα στημένα πολιτικά παιχνίδια, για τον κοινό παρονομαστή που κατευθύνει τις πολιτικές εξελίξεις διεθνώς.
Πολύ σημαντικές για μένα οι σελίδες 228, 229 που μιλά για το ανακάτεμα των εποχών και την τηλεόραση, την παρέμβαση των μέσων ενημέρωσης, που προηγήθηκε της όποιας ανθρώπινης παρέμβασης.
"Ο άνθρωπος πιστεύει πως, ό,τι και να συμβεί θα του μείνει η απαραβίαστη παρηγοριά της φύσης. Πάντα θα υπάρχει άνοιξη, καλοκαίρι και φθινόπωρο που θα εναλλάσσονται με τον χειμώνα, και πάλι άνοιξη. Ούτε αυτό όμως είναι πλέον σίγουρο. Μάλιστα, σύμφωνα με τους Κέλτες, ένα από τα πρώτα σημάδια της αποκάλυψης είναι το ανακάτεμα των εποχών".
"Οι τραυματίες αιμορραγούσαν ήσυχα ήσυχα στο ρεπορτάζ. Η τηλεόραση είχε προηγηθεί του νοσοκομειακού."
Και το συνδέω με τη σελίδα 243 που αναφέρει την απομίμηση του κράτους.
Το τέλος μιας εποχής όπου η πραγματικότητα δολοφονείται, όλα γίνονται εικόνα, η ζωή γίνεται εικονική, μια απομίμηση.
Η καινοτομία στον Gospodinov είναι ότι οι άνθρωποι δεν ζουν σε μια επινοημένη, πλασματική, εικονική πραγματικότητα τύπου matrix, ούτε στην ουτοπία των δεδομένων του meta του Zuckerberg, αλλά στη "μέρα της μαρμότας", ζουν σε πραγματικό χρόνο και χώρο όσα έχουν ξαναζήσει.
Αυτό συμβαίνει επειδή ασφάλεια νιώθουμε σε όσα γνωρίζουμε και γνωρίζουμε όσα έχουμε βιώσει, δηλαδή το παρελθόν μας.
Το Χρονοκαταφύγιο είτε για το άτομο είτε για κράτος ολόκληρο λειτουργεί ως κουκούλι προστασίας, διαφυγής από το δυσοίωνο μέλλον, μια επιστροφή/παραμονή σε βιωμένη ευτυχία. Το κουκούλι όμως κάποια στιγμή σπάει και ερχόμαστε αντιμέτωποι με την πραγματικότητα, με τη γραμμικότητα του χρόνου και της ζωής.
Όπως η πεταλούδα θα κληθούμε να βγούμε από το κουκούλι μας και να ζήσουμε τη ζωή που μας αναλογεί στο χρόνο που μας δίνεται.
Η ύπαρξη των δύο Γκαουστίν μου θύμισε το Fight club, είναι το ίδιο πρόσωπο, μια διασχιστική διαταραχή ταυτότητας που λειτουργεί ως μηχανισμός άμυνας για τον ίδιο, μια αντίφαση όπου τα δύο αντίθετα αντικατοπτρίζουν το όλον.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου